- ακρο-
- (I)Γλωσσ.α' συνθετικό πλήθους συνθέτων τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας, προερχόμενο από το επίθ. ἄκρος* ή τους ουσιαστικοποιημένους τύπους τού επιθέτου ἄκρα, η και ἄκρον, το. Τα σύνθετα τής κατηγορίας αυτής (ακρο- Ι) σημαίνουν γενικά «τον σχετιζόμενο με την άκρη, το άκρο ή τα άκρα» στις ποικίλες σημασίες τής λ. (απόληξη, κορυφή, το σημείο όπου τελειώνει ή αρχίζει κάτι κ.λπ.)έτσι η βασική σημασία τών συνθέτων αυτών είναι κυριολεκτικά ή μεταφορικά τοπική. Περαιτέρω η σημασία τών συνθέτων τού ἄκρο- (Ι) επιμερίζεται, ανάλογα με τον τύπο τών συνθέτων, στις εξής ειδικότερες σημασίες: α) «αυτός που βρίσκεται, κείται, τοποθετείται στην άκρη» (καθαρά τοπική σημασία)ακρόπολις, ακρέσπερος, ακρανθής, ακρελεφάντινος, ακρογένειος κ.τ.ό.β) «η άκρη τού (δηλουμένου από το β' συνθετικό)»ακραξόνιο, ακραίχμιο, ακροθαλασσιά, ακροδένω κ.τ.ό.γ) «αυτός που έχει ή είναι (ό,τι δηλώνει το β' συνθετικό) κατά το άκρο, στην άκρη του»ακρόπηλος, ακροβαρής, ακροβελής κ.τ.ό.————————(II)Γλωσσ.α' συνθετικό αρκετών συνθέτων τής αρχαίας, με μεγάλη επίδοση σε σύνθετα τής μεσαιωνικής και τής νέας Ελληνικής. Δηλώνει μίκρυνση, υποκορισμό. Η σημασία τού «λίγο, μόλις» στα σύνθετα τού ακρο- (II) ξεκίνησε από τις τοπικές οριακές καταστάσεις που μπορούσε να δηλώνει η έννοια «τού άκρου, τής άκρης, τού ευρισκόμενου στην άκρη» (ακρο- Ι). Συγκεκριμένα, σύνθετα τού τύπου ακροσαπής, ακρόπαστος, ακροβαφής κ.τ.ό. μπορούσαν να σημαίνουν αντιστοίχως τον σαπισμένο, αλειμμένο, βαμμένο ή βουτηγμένο «στην άκρη ή στην επιφάνεια», και περιοριστικά, «μόνο στην άκρη ή στην επιφάνεια», άρα «μόλις, ελαφρά, λίγο». Συχνά και με εναρκτική υποκοριστική σημασία «αυτός που μόλις άρχισε να...», άρα πάλι «μόλις λίγο». Η άκρη δηλ. θεωρήθηκε, όπως ήταν φυσικό, ως το σημείο ενάρξεως μιας πράξεως ή καταστάσεως που προϋποθέτει, φυσικά, περιορισμένη, μειωμένη έκταση ή ποσότητα.————————(III)Γλωσσ.α' συνθετικό περιορισμένου αριθμού συνθέτων τής Ελληνικής με επιτατική σημασία «πολύ, υπερβολικά». Η οριακή τοπική σημασία τής λ. άκρος (άκρα, άκρον βλ. ακρο- Ι) ήταν εύκολο να εξελιχθεί και σε ποσοτική μεγέθυνση, δηλ. σε επιτατική σημασία. Ό,τι υπερβαίνει την άκρη και τα άκρα, το ακρότατο ή έσχατο σημείο γίνεται ακραίο, πολύ και υπερβολικό ακόμη (πρβλ. αρχ. ἀκροδίκαιος και νεώτερο ακροδεξιός). Οπωσδήποτε, για λόγους προφυλάξεως από ενδεχόμενη σύγχυση με την υποκοριστική σημασία (ακρο- II), η επιτατική σημασία τών συνθέτων τού ακρο- εμφανίζεται σχετικά περιορισμένη. Τέτοια σύνθετα είναι: αρχ. ἀκρόλευκος, ἀκρόμαλλος, ἀκρομέλας, ἀκροπενθήςαρχ.-μσν.ἀκροδίκαιοςμσν.ἀκρόθερμοςνεοελλ.ακροαριστερός, ακροδεξιός.
Dictionary of Greek. 2013.